στέναζε

στέναζε
στενάζω
sigh deeply
pres imperat act 2nd sg
στενάζω
sigh deeply
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στέναζ' — στέναζε , στενάζω sigh deeply pres imperat act 2nd sg στέναζε , στενάζω sigh deeply imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά χρέη — Ονομάζονται τα βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα χρέη που συνάπτουν οι αγρότες για την αντιμετώπιση ατομικών, οικογενειακών ή επαγγελματικών αναγκών. Τα α.χ., εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της αγροτικής παραγωγής, διαφέρουν… …   Dictionary of Greek

  • στενάζω — στέναξα 1. βγάζω στεναγμό. 2. υποφέρω: Ο ελληνικός λαός στέναζε τετρακόσια χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”